Όλοι περνάμε φάσεις που νιώθουμε ότι πνιγόμαστε. Που το σπίτι μοιάζει με κλουβί και το κλάμα που τόσο πολύ έχουμε ανάγκη, δε βγαίνει εύκολα γιατί κάτι το εμποδίζει. Όμως ακόμα κι αν βγει, η αποπνικτική αίσθηση δε φεύγει. Μένει εκεί να μας βασανίζει.
Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο περίπου παρατήρησα, σε ένα
γενικότερο πλαίσιο, ότι δεν έχουμε «διδαχθεί» την αυτοφροντίδα. Δε μας είπε
ποτέ κανείς ότι ναι, δεν πειράζει να μην είμαστε καλά. Σπάνια μας έδιναν την «έγκριση»
να σεβαστούμε το δυσάρεστο συναίσθημά μας. Να το αποδεχτούμε. Όπως και να το
ζούμε και να το τιθασεύουμε στη συνέχεια. Γιατί, ας είμαστε ρεαλιστές, δεν ξυπνάμε
κάθε μέρα θέλοντας να τρέξουμε ανέμελοι στο λιβάδι, με τις κοτσίδες μας να ανεμίζουν.
Επίσης, συνειδητοποίησα ότι και εγώ η ίδια κάθε φορά που δεν
ήμουν καλά, ΔΕΝ ΕΚΑΝΑ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΓΙ’ ΑΥΤΟ. Τι εννοώ ότι δεν έκανα τίποτα; Επέλεγα
να μιζεριάζω εντελώς. Να μένω ξαπλωμένη στο κρεβάτι και να χαζεύω στα social media με
τις ώρες. Να μου κόβεται η όρεξη και να μην τρώω τίποτα. Να βλέπω χαζά βιντεάκια για να ξεχνιέμαι, μέχρι που το Youtube δε
μου έβγαζε άλλα καινούρια βίντεο. Το τι «Φιλαράκια» έχω δει όταν δεν ήμουν
καλά, δεν περιγράφεται!
Από τότε, λοιπόν, που έκανα αυτή τη συζήτηση με τον εαυτό
μου (παιδιά, τρομερό πράγμα αυτή η «επικοινωνία») και είδα ότι δε με βοηθούσε να λιώνω πάνω από το κινητό, επιχείρησα να αλλάξω ό,τι
έκανα μέχρι τότε στις φάσεις που... δεν την πάλευα με τίποτα.
Πλέον επιλέγω απλά πράγματα, όχι για να ξεχαστώ και να θάψω
ό,τι με ενοχλεί, αλλά για να αποφορτιστώ. Σηκώνομαι -πολλές φορές με το ζόρι-
από τον καναπέ, με το δάκρυ έτοιμο να κυλήσει (μπορεί να έχω πλαντάξει και στο
κλάμα βέβαια), βάζω παπούτσια και επιλέγω ένα σημείο στην πόλη μου που θα μου
άρεσε να πάω για περπάτημα. Ή αν έχει καλό καιρό, πηγαίνω θάλασσα. Μόνη, δε
χρειάζομαι πάντα παρέα. Πριν από λίγες ημέρες πήγα επίσης θερινό σινεμά, ο
χώρος του οποίου είναι ένα από τα ελάχιστα όμορφα σημεία του Ηρακλείου. Ήξερα πως
το να κάτσω μόνη σε μια καρέκλα, παρατηρώντας γύρω μου τον κόσμο μέχρι να ξεκινήσει
η ταινία, θα μου έκανε καλό. Επίσης γνώριζα ότι η αίσθηση που μου προσφέρει η
έξοδος από το σινεμά όπου μπορώ να χαζέψω ανενόχλητη τον ουρανό και τα αστέρια, είναι
κάτι ανεκτίμητο για εμένα.
Μέχρι, λοιπόν, να κάτσω στην καρέκλα και να με βάλω στη διάθεση
της παρατήρησης, είχα πολλή νευρικότητα. Καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Σταδιακά
άρχισα να χαλαρώνω και εν τέλει, όταν έφυγα από το θερινό, είχε φύγει και το
βάρος. Όχι φυσικά οι προβληματισμοί και οι σκέψεις. Αλλά αυτό το συναίσθημα που
με έπνιγε μέχρι πριν από δύο ώρες, το είχα χαιρετήσει.
Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να μας φροντίσουμε τις στιγμές που
δεν νιώθουμε καλά. Τόσοι πολλοί που ούτε καν το φανταζόμαστε. Ο καθένας μας
οφείλει στον εαυτό του να βρει ό,τι του ταιριάζει και να δοκιμάσει ό,τι θεωρεί
πως την εκάστοτε δύσκολη στιγμή θα τον βοηθήσει.
Οι αργές και βαθιές ανάσες με λίγη εξάσκηση, μπορούν να
κάνουν τρομερή δουλειά στις καταστάσεις άγχους.
Γυμναστική ή περπάτημα για να
αυξηθούν τα επίπεδα της σεροτονίνης. Συζήτηση με φίλους. Ό,τι
ταιριάζει στον καθένα.
Δεν μπορούμε να είμαστε κάθε μέρα, όλη μέρα μες στην τρελή χαρά προφανώς. Και συχνά θα πρέπει να πιέσουμε τον εαυτό μας για να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι, να αφήσει το κινητό και να... κλάψει κάπου αλλού.
Όμως δεν έχω ακούσει οι αλλαγές να έρχονται από τον εύκολο δρόμο.
Υ.Γ. Δε με χρηματοδοτεί η Adidas γι' αυτό το κείμενο!